δορύκνιον

δορύκνιον
δορύκνιον, τό,
A Convolvulus oleaefolius, Dsc.4.74, Plu.Demetr. 20.
2 = μελισσόφυλλον, Nic.Al.376 (cf. Sch.adloc.).
3 = πύρεθρον, Ps.-Dsc.3.73.
4 = στρύχνον μανικόν, ib.4.72.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δορύκνιον — Convolvulus oleaefolius neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυκνίου — δορύκνιον Convolvulus oleaefolius neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορύκνιο — το (Α δορύκνιον) το φυτό στρύχνο το μανικό αρχ. 1. το φαρμακευτικό φυτό περιαλλόκαυλο το ελαιόφυλλο 2. το φυτό μελισσόφυλλο, μελισσόχορτο 3. το ποώδες φυτό πύρεθρο …   Dictionary of Greek

  • μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μελιγγάρι — το (Μ μελιγγάρι) κοινή ονομασία τών φυτών δορύκνιον το πεντάφυλλον και μηδική η δρεπανωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melegario] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”